Γενικές πληροφορίες για τη λεύκη

vitiligo

Η μελανίνη είναι η χρωστική ουσία που χαρίζει στο δέρμα το χαρακτηριστικό χρώμα του. Η λεύκη προκαλείται από την απώλεια αυτής της χρωστικής ουσίας, εξαιτίας της αδρανοποίησης των μελανοκυττάρων που την παράγουν. Η πάθηση δεν είναι ούτε μεταδοτική, ούτε απειλητική για τη ζωή των ασθενών. Εμφανίζεται συνήθως πριν την ηλικία των 20 ετών, με την ίδια συχνότητα στους άντρες και τις γυναίκες, δείχνοντας ωστόσο μια προτίμηση στις πιο σκουρόχρωμες επιδερμίδες. Πλήττει το 0,5-1% του παγκόσμιου πληθυσμού, δηλαδή περίπου 65 εκατομμύρια ανθρώπους.

Αιτίες και συμπτώματα

Η ακριβής αιτία αδρανοποίησης των μελανοκυττάρων δεν είναι γνωστή. Υπάρχουν αρκετά στοιχεία που αποδεικνύουν ότι η νόσος μπορεί να είναι κληρονομική. Έχει υπολογιστεί ότι το 30% των ασθενών με λεύκη έχει ένα οικογενειακό μέλος που πάσχει επίσης από τη νόσο. Οι ασθενείς κληρονομούν τρία γονίδια που τους καθιστούν πιο επιρρεπείς στον αποχρωματισμό του δέρματος.

Η λεύκη όμως μπορεί να οφείλεται και σε κάποια διαταραχή του ανοσοποιητικού συστήματος να στρέφεται ενάντια στα δικά του κύτταρα (τα μελανοκύτταρα εν προκειμένω).  Συχνά μάλιστα, η πάθηση συνυπάρχει με άλλα αυτοάνοσα νοσήματα, όπως θυρεοειδίτιδα Χασιμότο και γυροειδή αλωπεκία.

Ορισμένοι ασθενείς ωστόσο αναφέρουν ότι πριν την εκδήλωση της νόσου, είχε προηγηθεί ένα ιδιαίτερα στρεσογόνο συμβάν ή έκθεση σε χημικές ουσίες ή κάποιο σοβαρό ηλιακό έγκαυμα.

Η λεύκη εκδηλώνεται με:

  • αποχρωματισμό του δέρματος
  • πρόωρο γκριζάρισμα των μαλλιών, των βλεφαρίδων, των φρυδιών και των γενιών (συχνά πριν την ηλικία των 35 ετών)
  • απώλεια χρώματος στους ιστούς στην εσωτερική πλευρά του στόματος και της μύτης
  • απώλεια χρώματος στον αμφιβληστροειδή χιτώνα των ματιών
  • αποχρωματισμένες περιοχές γύρω από τις μασχάλες, τον ομφαλό, τα γεννητικά όργανα και τον πρωκτό.

Ανάλογα με τον τύπο της λεύκης, οι αποχρωματισμένες κηλίδες μπορεί να καλύπτουν:

  • Πολλές περιοχές του σώματος. Πρόκειται για τον πιο κοινό τύπο λεύκης, που αποκαλείται γενικευμένη λεύκη. Οι αποχρωματισμένες κηλίδες προοδεύουν παρόμοια στις δύο πλευρές του σώματος, παρουσιάζοντας συμμετρικές βλάβες.
  • Μόνο μία πλευρά του σώματος. Η λεγόμενη τμηματική λεύκη τείνει να εμφανίζεται σε νεότερη ηλικία, προοδεύει για ένα ή δύο χρόνια και μετά σταματάει να εξελίσσεται.
  • Μόνο ένα ή λίγα σημεία του σώματος. Ο τύπος αυτός χαρακτηρίζεται εντοπισμένη λεύκη.

Είναι δύσκολο να προβλεφθεί η εξέλιξη της νόσου. Ορισμένες φορές, οι κηλίδες σταματάνε να επεκτείνονται χωρίς θεραπεία. Στην πλειονότητα των περιπτώσεων ωστόσο, η απώλεια της χρωστικής ουσίας επεκτείνεται και καλύπτει τη μεγαλύτερη επιφάνεια του δέρματος. Σπανίως το δέρμα επαναχρωματίζεται μόνο του.

Επιλογές θεραπείας

Η διάγνωση της λεύκης γίνεται με την κλινική εξέταση, τη λήψη ιατρικού ιστορικού και τις εργαστηριακές εξετάσεις. Στόχος όλων των θεραπειών είναι ο επαναχρωματισμός των περιοχών με λεύκη, με τις εξής επιλογές:

  • Κρέμες για τη φλεγμονή: Τα τοπικά κορτικοστεροειδή συμβάλλουν στον επαναχρωματισμό του δέρματος, ειδικά αν η χρήση τους ξεκινήσει εγκαίρως. Οι κρέμες αυτές είναι αποτελεσματικές, όμως έχουν παρενέργειες, όπως λέπτυνση του δέρματος ή εμφάνιση ρωγμών στην επιδερμίδα.
  • Μία μορφή της βιταμίνης D: Η καλσιποτριένη μπορεί να χρησιμοποιηθεί τοπικά σε συνδυασμό με κορτικοστεροειδή ή υπεριώδη ακτινοβολία. Πιθανές παρενέργειες είναι η ξηροδερμία, το εξάνθημα και ο κνησμός.
  • Φάρμακα που επηρεάζουν το ανοσοποιητικό σύστημα: Αλοιφές που περιέχουν αναστολείς της καλσινευρίνης (τακρόλιμους και πιμεκρόλιμους), είναι αποτελεσματικές για τους ασθενείς που παρουσιάζουν μικρές περιοχές αποχρωματισμού, ειδικά στο πρόσωπο και τον λαιμό. Η θεραπεία αυτή έχει μικρότερες παρενέργειες από την εφαρμογή κορτικοστεροειδών και μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε συνδυασμό με υπεριώδη ακτινοβολία Β (UVB).
  • Φωτοχημειοθεραπεία: Η θεραπεία αυτή συνδυάζει τη χρήση ενός φαρμάκου (ψωραλένιο) με τη φωτοθεραπεία. Το ψωραλένιο λαμβάνεται είτε από το στόμα, είτε αλείφεται στην περιοχή των βλαβών, και στη συνέχεια εφαρμόζεται φωτοθεραπεία. Επειδή το φάρμακο καθιστά το δέρμα πιο ευαίσθητο στο φως, η επιδερμίδα μπορεί να αποκτήσει μία ροζ απόχρωση. Καθώς όμως το δέρμα επουλώνεται, αποκαθίσταται η φυσιολογική του απόχρωση. Συστήνεται επανάληψη της θεραπείας 3 φορές τη βδομάδα για διάστημα 6 έως 12 μηνών. Στις πιθανές παρενέργειες περιλαμβάνονται το ηλιακό έγκαυμα, το αίσθημα κνησμού, η εκδήλωση φλυκταινών, η υπερμελάγχρωση του δέρματος και ο αυξημένος κίνδυνος εμφάνισης καταρράκτη και καρκίνου του δέρματος.
  • Φωτοθεραπεία με μονοχρωματικό φως στενού φάσματος: Πρόκειται για την πιο φυσική, ασφαλή και αποτελεσματική θεραπεία αντιμετώπισης της λεύκης, ειδικά όταν αυτή πλήττει μεγαλύτερη του 20% της επιφάνειας του δέρματος. Χαρακτηρίζεται μάλιστα από πολλούς ως ο “χρυσός κανόνας” (gold standard) για την αντιμετώπιση της ασθένειας, ενώ συστήνεται και ως η πιο αποτελεσματική θεραπεία σύμφωνα με τις πρόσφατες κατευθυντήριες οδηγίες για την αντιμετώπιση της λεύκης που εξέδωσε η Ευρωπαϊκή Ακαδημία Δερματολογίας και Αφροδισιολογίας. Για τη θεραπεία χρησιμοποιείται μήκος κύματος φωτός 308nm ή 311nm ή 312nm, που αποδεδειγμένα διεγείρει τα μελανοκύτταρα να παράγουν μελανίνη χωρίς παρενέργειες για τους γύρω υγιείς ιστούς. Η θεραπεία δρα από τα εξωτερικά όρια προς το εσωτερικό της κάθε κηλίδας, μέχρι αυτή να επαναχρωματιστεί πλήρως. Την ίδια στιγμή, έχει διαπιστωθεί ότι η φωτοθεραπεία έχει κατασταλτική δράση για το ανοσοποιητικό σύστημα, επομένως είναι πιθανό να εμποδίσει και την εμφάνιση νέων κηλίδων. Συστήνεται επανάληψη της θεραπείας 2-3 φορές τη βδομάδα για ελάχιστο διάστημα τριών μηνών. Η κατάσταση του ασθενούς επαναξιολογείται κάθε μήνα και καθορίζεται το πλάνο για τη συνέχιση της θεραπείας, που μπορεί να χρειαστεί να συνεχιστεί ακόμα και για εννέα μήνες ή περισσότερο.
  • Αποχρωματισμός του υπόλοιπου υγιούς δέρματος: Αυτή μπορεί να είναι μία επιλογή στις περιπτώσεις όπου η λεύκη έχει επεκταθεί σχεδόν σε όλο το σώμα και οι υπόλοιπες θεραπείες δεν φέρνουν αποτέλεσμα. Η φαρμακευτική ουσία μονοβενζόνη εφαρμόζεται στις μη-επηρεασμένες περιοχές, οι οποίες αρχίζουν σταδιακά να αποχρωματίζονται. Η θεραπεία εφαρμόζεται δύο φορές τη μέρα για διάστημα τουλάχιστον εννέα μηνών. Θα πρέπει να αποφεύγεται η επαφή με άλλα άτομα για τουλάχιστον δύο ώρες μετά την εφαρμογή της αλοιφής, έτσι ώστε να μην μεταδοθεί σε αυτά. Στις παρενέργειες περιλαμβάνονται οι κοκκινίλες, τα οιδήματα, ο κνησμός και η ξηροδερμία. Ο αποχρωματισμός είναι μόνιμος και το δέρμα γίνεται εφεξής υπερευαίσθητο στο φως του ήλιου.

 

Προγραμματίστε σήμερα το ραντεβού σας

 

Σχολιάστε